- Λάκωνα
- Λάκωνa Laconianmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λάκων' — Λάκωνα , Λάκων a Laconian masc acc sg Λάκωνι , Λάκων a Laconian masc dat sg Λάκωνε , Λάκων a Laconian masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρθαίου, Ρένα — (Αθήνα 1913 –).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της φιλολόγου και λογοτέχνιδας Ειρήνης Λάκωνα Μπρούσαλη. Κόρη του Κλέανδρου Λάκωνα (βλ. λ. Καρθαίος, Κ.) και σύζυγος του δημοσιογράφου Αντώνη Μπρούσαλη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.… … Dictionary of Greek
απομονωτικός — ή, ό σχετικός με την απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομόνωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 από τον Βασίλειο Λάκωνα] … Dictionary of Greek
αριστερόστροφος — η, ο και ος, ον αυτός που στρέφεται προς τα αριστερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + στροφος < στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] … Dictionary of Greek
ασυμπίεστος — η, ο αυτός που δεν συμπιέστηκε ή που δεν επιδέχεται συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμπιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] … Dictionary of Greek
δεξιόστροφος — Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα… … Dictionary of Greek
δεσμικός — ή, ό ο τακτοποιημένος κατά δέσμες («δεσμικές ακτίνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέσμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα] … Dictionary of Greek
διαθλαστικότητα — η η ιδιότητα τών διαφανών σωμάτων να προκαλούν διάθλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ., διαθλαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] … Dictionary of Greek
εξατμιστός — ή, ό αυτός που μπορεί να εξατμιστεί, ο εξατμίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα] … Dictionary of Greek
ερεθιστότητα — η (οικον.) νεολογισμός τής ελληνικής οικονομικής ορολογίας, ο οποίος σημαίνει τον βαθμό ευαισθησίας ενός μηχανισμού τής οικονομίας σε εξωγενείς ή ενδογενείς ερεθισμούς, αλλιώς ευαισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερεθιστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον … Dictionary of Greek